- γεμιστής
- ο [γεμίζω]1. αυτός που γεμίζει κάτι2. ο γεμιστήρας*3. στρατ. στρατιώτης που γεμίζει τα μη φορητά πυροβόλα όπλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γεμιστής — ο ο στρατιώτης που γεμίζει με βλήματα τα πυροβόλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… … Dictionary of Greek
γεμιστήρας — και γεμιστής, ο εργαλείο με το οποίο διευκολύνεται η ταχεία γέμιση τών όπλων για επαναληπτική βολή και ταχυβολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεμίζω. Η λ. γεμιστήρ μαρτυρείται στον Ξαβέριο Λάνδερερ] … Dictionary of Greek